απρόσφορος

απρόσφορος
-η, -ο
ακατάλληλος, ασύμφορος, ανώφελος: Βρήκε τη θέση του μαγαζιού απρόσφορη, γι' αυτό δεν το αγόρασε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόσφορος — dangerous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόσφορος — η, ο (AM ἀπρόσφορος, ον) ασύμφορος, ακατάλληλος αρχ. απροσπέλαστος, επικίνδυνος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσφόρως — ἀπρόσφορος dangerous adverbial ἀπρόσφορος dangerous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσφορον — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem acc sg ἀπρόσφορος dangerous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφόροις — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφόρου — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφόρους — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφόρων — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσφόρῳ — ἀπρόσφορος dangerous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόσφορα — ἀπρόσφορος dangerous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”